ΣΤΙΧΟΙ
Τίπι τίπι το σπουργίτι
πώς τσιμπά τ’ αραποσίτι, τίπι τα
έι κάποιος φωνή του βάζει
το καημένο πως τρομάζει, τίπι τα.
Τίκι τακ πως χτυπάει
η καρδούλα του γοργά
πω πω πω τι φωνάρα
πω πω πω τι τρομάρα, τίπι τα.
Πέτα πέτα το σπουργίτι
βρέθηκε μέσα στ’ αμπέλι, τίπι τα
φρστ κάποια πετριά περνάει
κι η καρδιά του σταματάει, τίπι τα.
Τίκι τακ πώς χτυπάει
η καρδούλα του γοργά
όρκο παίρνει να μη φάει
κι ας περνά όπως περνάει, τίπι τα.
Κουρασμένο το σπουργίτι
πάει σε μια σιταποθήκη, τίπι τα
έι κάποια φωνή του λέει
φάε τρώε όσο θέλεις, τίπι τα.
Τίπι τα τι καλά
το σπουργίτι πως τσιμπά
τρώει ίσα να χορταίνει
και το δρόμο ξαναπαίρνει, τίπι τα.