ΣΤΙΧΟΙ
Στου Λιλιμπάγια την πλαγιάμια κουκουβάγια με γυαλιά
κούρνιαζε μέσα στα κλαδιά
κι όσο βραδιάζει και σκοτεινιάζει
όλο και βγάζει την κραυγή της ανίας,
της αϋπνίας και της μοναξιάς:
Άου Βάου Κουκουβάου.
Άου Βάου Κουκουβάου.
Στριφογυρί γυρίζει η γη
και ξυπνητός ως την αυγή,
βγάζω κι εγώ συνεχώς
την κραυγή της μοναξιάς:
Άου Βάου Κουκουβάου.
Άου Βάου Κουκουβάου.
Άου Βάου Κουκουβάου.
Εδώ Λιλιπούπολη 1980